- ἔσφιγγε
- σφίγγωbind tightimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
Απήγα — (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Σύζυγος του τυράννου της Σπάρτης Νάβη (περ. 200 π.Χ.). Βασάνισε τις γυναίκες των ευπόρων Αργείων και τους αφαίρεσε τα κοσμήματά τους για να εισπράξει καθυστερημένους φόρους. Ο Νάβης είχε κατασκευάσει μηχανή… … Dictionary of Greek